κουντούρι

κουντούρι
το (Μ κουντούρι και κουντόρι) [κουντούρα]
παπούτσι
μσν.
φρ. «κρατῶ κάποιον εἰς τὸ κουντόρι» — ακολουθώ κάποιον κατά πόδας, παρακολουθώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουντούρι — το βλ. κουντούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουντούρα — κουντούρα, η και κουντούρι, το (λ. τουρκ.) 1. είδος χαμηλού παπουτσιού των χωρικών. 2. παπούτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”